πολυμερής

πολυμερής
-ές, ΝΜΑ
αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον»)
2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση»)
3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («πολυμερές υλικό»)
4. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα πολυμερή
χημ. κατηγορία χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή
5. φρ. α) «πολυμερείς ενώσεις»
χημ. τα πολυμερή
β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — τρόπος διεξαγωγής τού εμπορίου μεταξύ τριών ή περισσότερων χωρών, ο οποίος στηρίζεται στην ελεύθερη μετατρεψιμότητα τών νομισμάτων
γ) «πολυμερής κληρονομικότητα»
βιολ. τύπος κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι πολλά ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη δράση τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική κληρονομικότητα
δ) «πολυμερής συμψηφιστική εξόφληση λογαριασμών»
(οικον.) σύστημα αμοιβαίων πληρωμών μεταξύ τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων μερών που αφορά κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επενδύσεις
αρχ.
αυτός που περιέχει διάφορα είδη, ποικίλος.
επίρρ...
πολυμερῶς Α
1. με πολλά μέρη, με συνένωση πολλών μερών
2. με διάφορα είδη, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυμερής — consisting of many parts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη (αντίθ. μονομερής), πολυσύνθετος. 2. αυτός που παρουσιάζει πολλές απόψεις: Πολυμερής διάνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμερῆ — πολυμερής consisting of many parts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυμερής consisting of many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυμερής consisting of many parts masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερέστερον — πολυμερής consisting of many parts adverbial comp πολυμερής consisting of many parts masc acc comp sg πολυμερής consisting of many parts neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερεῖ — πολυμερής consisting of many parts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυμερής consisting of many parts masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερεῖς — πολυμερής consisting of many parts masc/fem acc pl πολυμερής consisting of many parts masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερές — πολυμερής consisting of many parts masc/fem voc sg πολυμερής consisting of many parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερέστατον — πολυμερής consisting of many parts masc acc superl sg πολυμερής consisting of many parts neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερεστάτη — πολυμερής consisting of many parts fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερεστάτην — πολυμερής consisting of many parts fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”